Το ταχέως μεταβαλλόμενο ρυθμιστικό τοπίο δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις για τις φορολογικές και οικονομικές διευθύνσεις των επιχειρήσεων, σύμφωνα με την πρόσφατη παγκόσμια έρευνα της Εrnst & Young, Tax and Finance Operations Survey (TFO).
Εν μέσω αυτών των προκλήσεων, οι φορολογικές και οικονομικές διευθύνσεις καλούνται να διαχειριστούν πιθανές περικοπές στον προϋπολογισμό τους εξαιτίας του ρευστού οικονομικού περιβάλλοντος, ενώ, ταυτόχρονα, μετασχηματίζουν τις λειτουργίες τους. Η έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 1.600 οικονομικοί διευθυντές, επικεφαλής φορολογικών διευθύνσεων και επαγγελματίες με ειδίκευση στα χρηματοοικονομικά, από 32 χώρες, διαπιστώνει ότι, ενώ ένας αυξανόμενος αριθμός φορολογικών και οικονομικών διευθύνσεων μετασχηματίζονται – 96%, σε σύγκριση με 84% πριν από πέντε χρόνια – οι πιέσεις που αντιμετωπίζουν γίνονται εντονότερες.
Οι ρυθμιστικές αλλαγές εντείνουν τις προκλήσεις
Πολλές μεγάλες επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο, προετοιμάζονται για σαρωτικές μεταρρυθμίσεις, καθώς οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν τη δέσμη μέτρων για την αποφυγή της διάβρωσης της φορολογικής βάσης και της μετατόπισης κερδών – γνωστή ως “BEPS” – συμπεριλαμβανομένου του ελάχιστου φορολογικού συντελεστή (BEPS 2.0 – δεύτερος πυλώνας). Η έρευνα διαπιστώνει ότι το 90% των ερωτηθέντων αναμένουν «σημαντικό» ή «μέτριο» αντίκτυπο από το BEPS 2.0, ωστόσο, μόνο το 30% έχουν ολοκληρώσει μία αξιολόγηση των επιπτώσεών του.
Πέρα από το BEPS 2.0, μια σειρά από σύνθετα ζητήματα συμμόρφωσης ασκούν, επίσης, πίεση στις φορολογικές και οικονομικές διευθύνσεις. Σε αυτές περιλαμβάνονται ο εναλλακτικός ελάχιστος εταιρικός φόρος των ΗΠΑ, οι «πράσινοι» φόροι και οι φόροι βιώσιμης ανάπτυξης, ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (Carbon Border Adjustment Mechanism) της Ε.Ε. και ο εντεινόμενος ρυθμός μετάβασης στην ηλεκτρονική τιμολόγηση. Τέλος, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν, επίσης, απότομη αύξηση στα αιτήματα από τις αρχές, για την παροχή φορολογικής και χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.
Προκλήσεις στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών
Πολλοί παράγοντες δίνουν σήμερα ώθηση στον μετασχηματισμό των φορολογικών και οικονομικών διευθύνσεων. Ένας από τους σημαντικότερους, είναι η ανάγκη ανταπόκρισης στα αιτήματα των φορολογικών αρχών, που ζητούν ολοένα και περισσότερα δεδομένα και πληροφόρηση, σε πραγματικό χρόνο. Οι διοικήσεις των επιχειρήσεων επιδιώκουν, επίσης, οι φορολογικές και οικονομικές διευθύνσεις τους, να είναι σε θέση να τους παρέχουν στρατηγικές συμβουλές υψηλής αξίας, γρήγορα και αποτελεσματικά. Ωστόσο, το 48% των ερωτηθέντων αναφέρουν ότι η έλλειψη ενός βιώσιμου σχεδίου για την αξιοποίηση των δεδομένων και της τεχνολογίας, είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Οι επικεφαλής των οικονομικών και φορολογικών διευθύνσεων, είναι εξίσου επιφυλακτικοί ως προς τον αντίκτυπο των αναδυόμενων τεχνολογιών, όπως η generative AI (δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη), στην εργασία τους. Το 85% δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν πως τα εργαλεία generative AI θα βοηθήσουν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των φορολογικών λειτουργιών.
Οι προκλήσεις ανθρώπινου κεφαλαίου
Η έρευνα καταδεικνύει ότι οι επικεφαλής των φορολογικών διευθύνσεων αντιμετωπίζουν μία σειρά από ζητήματα που σχετίζονται με το ανθρώπινο κεφάλαιο. Το 51% αναφέρει ότι αντιμετωπίζουν «μέτριες» έως «σημαντικές» δυσκολίες στο να παρακινούν και να εμπνέουν τις ομάδες τους, αλλά και να φροντίσουν ώστε εκείνες να μην εξουθενώνονται. Εν τω μεταξύ, το 63% αναφέρει ότι τα μέλη των ομάδων τους, θα πρέπει να ενισχύσουν τις τεχνικές φορολογικές τους δεξιότητες, με νέες δυνατότητες σε δεδομένα, διαδικασίες και τεχνολογίες, τα επόμενα τρία χρόνια. Παράλληλα, το 29% δηλώνει ότι δεν διαθέτουν αρκετούς επαγγελματίες εξειδικευμένους στην παρακολούθηση, την αξιολόγηση και την εφαρμογή των διεθνών φορολογικών, νομοθετικών και ρυθμιστικών αλλαγών.
Συγκεκριμένα, οι ερωτηθέντες που δηλώνουν ότι διαχειρίζονται από κοινού με εξωτερικούς παρόχους (co-sourcing) το 25% ή μικρότερο ποσοστό του φόρτου εργασίας τους, είναι πιθανότερο να αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες σε θέματα ανθρώπινου κεφαλαίου, σε σχέση με εκείνους που αναθέτουν υψηλότερα ποσοστά.
Σημαντική αύξηση του co–sourcing
Αυτές οι πιέσεις, αναγκάζουν τις επιχειρήσεις να επανεξετάσουν τις επιλογές τους για τη δημιουργία σύγχρονων, ευέλικτων μοντέλων φορολογικών λειτουργιών, με τη συνεργασία με εξωτερικούς παρόχους να αναδεικνύεται ως ο προτιμώμενος τρόπος για να το επιτύχουν. Το 95% των επιχειρήσεων είναι πλέον πιο πιθανό να αναζητήσουν την επιλογή του co-sourcing για διάφορες χρηματοοικονομικές και φορολογικές λειτουργίες – μία αύξηση 22 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020. Συγχρόνως, το 35% των επιχειρήσεων αναφέρουν ότι η συνεργασία με έναν πάροχο που έχει σημαντικές δυνατότητες στα δεδομένα, την τεχνολογία και τα shared service centers, είναι η πιο σημαντική αλλαγή που πρέπει να κάνουν στο μοντέλο λειτουργίας τους.
Περισσότεροι από τους μισούς (59%) δηλώνουν ότι η ικανότητα ανάπτυξης της ομάδας τους και η απελευθέρωση χρόνου για επικέντρωση σε πιο στρατηγικές δραστηριότητες, είναι το σημαντικότερο πλεονέκτημα της συνεργασίας με εξωτερικό πάροχο για λειτουργίες φορολογικής συμμόρφωσης και υποβολής υποχρεωτικών φορολογικών αναφορών σε πολλαπλές δικαιοδοσίες, ενώ το 18% αναφέρει την εξοικονόμηση κόστους ως το μεγαλύτερο όφελος.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κ. Στέφανος Μήτσιος, Partner και Επικεφαλής του Φορολογικού Τμήματος της EY Ελλάδος, δήλωσε:
«Με καταλύτες την ψηφιακή τεχνολογία, την κλιματική αλλαγή και τη γεωπολιτική και οικονομική ρευστότητα, το παγκόσμιο φορολογικό και ρυθμιστικό περιβάλλον, βρίσκεται σήμερα σε μία φάση ριζικών και επιταχυνόμενων αλλαγών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εφαρμογή της δέσμης μέτρων BEPS 2.0. Για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές αυτές, να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωσή τους, αλλά και να συμβάλουν αποτελεσματικά στη χάραξη στρατηγικής των επιχειρήσεων, οι φορολογικές και οι οικονομικές διευθύνσεις, θα πρέπει να επενδύσουν στην τεχνολογία, την αξιοποίηση των δεδομένων (data) και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου κεφαλαίου τους, αλλά και σε ευέλικτα λειτουργικά μοντέλα, όπως η ανάθεση εξειδικευμένων εργασιών σε εξωτερικούς παρόχους (co-sourcing), που θα απελευθερώσουν χρόνο και πόρους για δραστηριότητες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας».
ΠΗΓΗ: cnn.gr